προτατικῶς

προτατικῶς
προτατικός
capable of advancing a proposition
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτατικός — ή, όν, Α [πρότασις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόταση 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προτατικός α) αυτός που μπορεί να κάνει προτάσεις β) το πρόσωπο τού δράματος που εμφανίζεται μόνο στην αρχή. επίρρ... προτατικῶς Α (συν. σε φράση) «ἐρωτῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”